στρεπτοκινάση

στρεπτοκινάση
η, Ν
(βιοχ.) ενζυματική ουσία με ινωδολυτική δραστηριότητα, η οποία εκχυλίζεται από διηθήματα καλλιεργειών τού αιμολυτικού στρεπτοκόκκου Α και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”